- εὐπελέκητος
- εὐ-πελέκητος, leicht mit der Axt zu bearbeiten, leicht zu behauen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπελέκητος — εὐπελέκητος, ον (Α) (για ξύλα) αυτός που μπορεί να σχιστεί με τσεκούρι εύκολα ή να πελεκηθεί εύκολα, αυτός που υφίσταται κατεργασία εύκολα, ο ευκολοπελέκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πελεκητός (< πελεκώ)] … Dictionary of Greek
εὐπελεκητότερα — εὐπελέκητος easy to work with the axe neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)